- εὐόρατος
- εὐόρᾱτος, ον, ([etym.] ὁράω) = foreg. 1, Eust.86.42.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευόρατος — εὐόρατος, ον (Α) αυτός που φαίνεται καλά, που βλέπεται σαφώς, ο ορατός, ο εύοπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ορατός (< ορώ)] … Dictionary of Greek
εὐόρατος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐόρατον — εὐόρατος masc/fem acc sg εὐόρατος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐόρατα — εὐόρατος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)